περιστατικός

περιστατικός
-ή, -ό / περιστατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περίστασις]
το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν)
α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν
β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός
νεοελλ.
1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο έκτακτος («περιστατικός φανός» — ναυτικός φανός σημάνσεως που ανάβει σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις
2. φρ. «έκτακτα περιστατικά»
ιατρ. οι περιπτώσεις τών ασθενών που εισάγονται στα νοσοκομεία ή αντιμετωπίζονται κατ' οίκον πέρα από τον συνήθη μέσο όρο, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, όπως είναι η υπέρμετρη αύξηση τών ρύπων τού «νέφους», η αύξηση τών αυτοκινητικών ατυχημάτων σε περιόδους εντατικής οδικής κυκλοφορίας κ.ά.
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις («ἐν τοῑς ἀβουλήτοις καὶ περιστατικοῑς λεγομένοις πράγμασι», Πλούτ.)
2. αυτός που εξαρτάται ή επιβάλλεται από τις περιστάσεις («περιστατικαὶ ἐνέργειαι», Πλωτ.)
3. αβέβαιος, αμφίβολος, επισφαλής
4. απροσδόκητος
5. (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιστάσεις μιας δίκης
6. πολύ απασχολημένος, πολυάσχολος
7. έμμονος, επίμονος
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιστατικά
(ρητ.) οι περιστάσεις
9. φρ. α) «περιστατικὸς πῆχυς» — ο περισταλτικός* πήχυς
β) (στον Πλούτ.) «τὰ περιστατικὰ πράγματα» — οι κρίσιμες περιστάσεις.
επίρρ...
περιστατικώς / περιστατικῶς ΝΜΑ
σύμφωνα με τις περιστάσεις
νεοελλ.
κατά περίσταση
αρχ.
κατά τρόπο δυστυχή, με δεινά και ταλαιπωρίες («ζῆν περιστατικῶς», Ωριγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιστατικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικά — περιστατικός of neut nom/voc/acc pl περιστατικά̱ , περιστατικός of fem nom/voc/acc dual περιστατικά̱ , περιστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικῶν — περιστατικός of fem gen pl περιστατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικόν — περιστατικός of masc acc sg περιστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικαῖς — περιστατικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικαί — περιστατικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικοῖς — περιστατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικοῦ — περιστατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικούς — περιστατικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικῆς — περιστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”